Ανθρώπινη υγεία και νανοϋλικά

Βρισκόμαστε μονίμως εκτεθειμένοι σε πολλές χημικές ουσίες, μεταξύ άλλων σε νανοϋλικά, για παράδειγμα μέσω του αέρα που αναπνέουμε, των τροφίμων που καταναλώνουμε, των ρούχων που φοράμε ή του αθλητικού εξοπλισμού που χρησιμοποιούμε. Λόγω της ευρείας χρήσης τους στην κοινωνία και της αυξημένης έκθεσής μας σε αυτά, είναι σημαντικό να κατανοήσουμε τυχόν επιβλαβείς επιπτώσεις που ενδέχεται να έχουν στην υγεία μας.

Η αξιολόγηση της επικινδυνότητας ενός νανοϋλικού για την υγεία πραγματοποιείται με τοξικολογικές μελέτες που επικεντρώνονται σε ένα συγκεκριμένο όργανο, όπως το ήπαρ, τα νεφρά ή το αίμα και στην οδό, όπως η κατάποση, η εισπνοή ή η απορρόφηση διά του δέρματος.

Για παράδειγμα:

  • Οι μελέτες μεταλλαξιγένεσης εξετάζουν την ικανότητα μιας χημικής ουσίας να προκαλεί αλλαγές στο γενετικό υλικό του κυττάρου.
  • Οι μελέτες τοξικότητας διά της εισπνοής αξιολογούν τις επιπτώσεις των αερομεταφερόμενων νανοϋλικών, μετά την είσοδό τους στους πνεύμονες.
  • Οι μελέτες τοξικότητας στην αναπαραγωγή εξετάζουν τις επιπτώσεις στη γονιμότητα και στην ανάπτυξη των απογόνων.
  • Οι μελέτες του δέρματος εξετάζουν τις επιπτώσεις των νανοϋλικών που απορροφώνται μέσω του δέρματος.

Η διεξαγωγή τοξικολογικών μελετών με νανοϋλικά παρουσιάζει δυσκολίες. Λόγω του μεγέθους και της επιφάνειάς τους, ενδέχεται να παρουσιάζουν περιορισμένη απορροφητικότητα ή χαμηλή διαλυτότητα, ενώ οι ιδιότητές τους ενδέχεται να είναι δυσκολότερο να αναλυθούν σε σύγκριση με άλλες χημικές ουσίες.

Ένας από τους βασικούς στόχους στον εντοπισμό ενός κινδύνου είναι ο προσδιορισμός της σχέσης μεταξύ της δόσης μιας ουσίας και της σοβαρότητας της επίδρασής της (η «σχέση δόσης-επίδρασης»). Με τη διεξαγωγή τοξικολογικών μελετών μπορεί να προσδιοριστεί ένα όριο δόσης κάτω από το οποίο θεωρείται ότι δεν υπάρχουν δυσμενείς επιπτώσεις. Αντιθέτως, πάνω από το συγκεκριμένο όριο, ο δυνητικός κίνδυνος πρέπει να ελέγχεται και να αντιμετωπίζεται μέσω της ελαχιστοποίησης της έκθεσης των ανθρώπων στις χημικές ουσίες.