Τοξικότητα

Ορισμένα χημικά προϊόντα ενδέχεται να βλάπτουν την υγεία μας. Κανονικά, για όσο μεγαλύτερο χρονικό διάστημα διατίθεται στην αγορά ένα χημικό προϊόν και όσο πιο ευρεία είναι η χρήση του, τόσα περισσότερα γνωρίζουμε για την τοξικότητά του. Αυτό όμως δεν ισχύει πάντοτε σε ό,τι αφορά τα νανοϋλικά, καθώς η χρήση τους αυξάνεται με ταχύτητα στην κοινωνία. Είναι σημαντικό να διεξαχθούν μελέτες για τα νανοϋλικά προκειμένου να εξακριβωθεί αν είναι ασφαλή ή όχι και να προσδιοριστούν τρόποι προστασίας της υγείας μας. 

Η μελέτη της τοξικότητας ενός χημικού προϊόντος διεξάγεται με χρήση επικυρωμένων πρωτοκόλλων δοκιμών. Όσον αφορά τα νανοϋλικά, οι εν λόγω μελέτες επικεντρώνονται κυρίως στα ακόλουθα: 

  • Οξείες επιπτώσεις. Οι εν λόγω επιπτώσεις εμφανίζονται ως ερεθισμός ή διάβρωση του δέρματος, ή ως ερεθισμός των οφθαλμών, της μύτης ή του λάρυγγα. Οι επιπτώσεις αυτές μελετώνται συχνά διά της εφαρμογής υλικού δοκιμής σε ανασυσταθέντες ανθρώπινους ιστούς ή σε ζώα. Ορισμένα νανοϋλικά μπορούν, επίσης, να προκαλέσουν πιο επιβλαβείς επιπτώσεις σε περίπτωση κατάποσης, εισπνοής ή έκθεσης του δέρματος. Παρότι οι απειλητικές για τη ζωή επιπτώσεις διερευνούνται κυρίως μέσω δοκιμών σε ζώα, οι δοκιμές με καλλιέργειες κυττάρων μπορούν επίσης να υποδείξουν την ύπαρξη υψηλής τοξικότητας.
  • Αλλεργικές επιπτώσεις. Οι μελέτες ευαισθητοποίησης ελέγχουν εάν ένα νανοϋλικό μπορεί να προκαλέσει αλλεργικές αντιδράσεις, για παράδειγμα, διά της επαφής με το δέρμα. Ορισμένες από τις εν λόγω επιπτώσεις μπορούν ήδη να μελετηθούν με χρήση μεθόδων που δεν περιλαμβάνουν δοκιμές σε ζώα. Τα νανοϋλικά μπορούν επίσης να προκαλέσουν ευαισθητοποίηση του αναπνευστικού, όπως άσθμα. Επί του παρόντος, το κανονιστικό πλαίσιο δεν προβλέπει μεθόδους δοκιμών σε ζώα για τον έλεγχο της ευαισθητοποίησης του αναπνευστικού. Συνεπώς, για να επιβεβαιωθεί εάν ένα χημικό προϊόν προκαλεί τη συγκεκριμένη επίπτωση, χρησιμοποιούνται τα δεδομένα από ανθρώπους που παρουσιάζουν αυτού του είδους τα συμπτώματα.
  • Επιδράσεις στα όργανα-στόχους. Πρόκειται για επιπτώσεις που μπορούν να επηρεάσουν τον τρόπο λειτουργίας συγκεκριμένου οργάνου ή να προκαλέσουν αλλαγές στη δομή του ιστού του οργάνου, με αποτέλεσμα, στη δυσμενέστερη περίπτωση, την εμφάνιση καρκίνου. Οι επιδράσεις μπορεί να είναι τοπικές, όπως επιδράσεις στους πνεύμονες μετά την εισπνοή νανοϋλικού. Για να εμφανιστούν οι πλέον επιβλαβείς επιδράσεις, συνήθως απαιτείται επανειλημμένη έκθεση για εβδομάδες ή μήνες. Η τοξικότητα στα όργανα-στόχους μελετάται κυρίως σε επίμυες.
  • Μεταλλαξιγόνες επιπτώσεις. Οι μεταλλάξεις είναι αλλαγές στο γενετικό υλικό των κυττάρων ή των οργανισμών. Οι μελέτες διερεύνησης του εάν ένα νανοϋλικό είναι πιθανό να προκαλέσει μεταλλάξεις εκπονούνται συνήθωςμέσω καλλιέργειας κυττάρων. Ένα νανοϋλικό με μεταλλαξιγόνες επιπτώσεις είναι, σε πολλές περιπτώσεις, επίσης πιθανό να προκαλέσει καρκίνο.
  • Επιπτώσεις στην αναπαραγωγή. Οι επιπτώσεις στην αναπαραγωγή περιλαμβάνουν αλλαγές στη γονιμότητα ή διατάραξη της ανάπτυξης των εμβρύων. Για τις γυναίκες, αυτό μπορεί να συνεπάγεται δυσκολίες να μείνουν έγκυες, ενώ για τους άνδρες αλλαγές στα σπερματικά κύτταρα. Μελέτες για την τοξικότητα στην αναπαραγωγή και την ανάπτυξη εξακολουθούν να εκπονούνται σε ζώα, ενίοτε για περισσότερες από μία γενιές.

Στην ΕΕ, οι επικίνδυνες ιδιότητες των νανοϋλικών πρέπει να αξιολογούνται και να διασφαλίζεται η ασφαλής χρήση τους.

Όσον αφορά τα επικίνδυνα νανοϋλικά, μπορούν να ληφθούν διάφορα κανονιστικά μέτρα για την προστασία της υγείας μας. Για παράδειγμα, ενδέχεται να απαιτείται εναρμονισμένη ταξινόμηση της επικινδυνότητας σε επίπεδο ΕΕ. Για αυτόν τον σκοπό, απαιτείται οι πληροφορίες για την επικινδυνότητα να αναγράφονται στις ετικέτες των προϊόντων που περιλαμβάνουν νανοϋλικά.